- τένοντα
- τένωνsinewmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τένοντ' — τένοντα , τένων sinew masc acc sg τένοντι , τένων sinew masc dat sg τένοντε , τένων sinew masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
δάχτυλο — Καθένα από τα πέντε άκρα των ποδιών και των χεριών στους ανθρώπους και σε πολλά ζώα. δ. δρομέα. Επώδυνη αιμορραγία κάτω από το νύχι του δ. του ποδιού, που οφείλεται σε τραυματισμό της βάσης του νυχιού. Προκαλείται από άμεσο χτύπημα ή από την… … Dictionary of Greek
ARATRO asinum simulbovemque jungere — vetitum Deuteronom. c. 22. v. 10. Nempe etiam asinos arâsse, constatex Esaiae c. 30. v. 24. et c. 32. v. 20. Hinc Ioseph. contra Apion. l. 2. Sunt apud nos asini operibus et ad agriculturam rebus necessarus minisirantes. Sed et Romani Scriptores… … Hofmann J. Lexicon universale
ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… … Dictionary of Greek
αγκυλοκοπώ — ἀγκυλοκοπῶ ( έω) (Μ) προκαλώ αναπηρία σε κάποιον κόβοντάς του τον τένοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + κατάληξη κοπῶ (πρβλ. γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ κ.ά.), από παρασύνθ. σέ κοπώ (βωλο κοπώ, σφυρο κοπώ κ.ά.), σχηματισμένα από σύνθετα σε κόπος] … Dictionary of Greek
διάταση — Φυσική ή τεχνητή διεύρυνση ενός ανοίγματος ή μιας σωληνοειδούς δομής του σώματος. Ονομάζεται επίσης και διαστολή (βλ. λ.). δ. μυών τενόντων. Τάση των μυών και των τενόντων τους πέρα από τα φυσικά όρια της αντοχής τους, λόγω ξαφνικής έντονης… … Dictionary of Greek
επιγλωττίδα — Πτυχή από τένοντα πίσω από τη γλώσσα. Κρέμεται πάνω από την είσοδο στον λάρυγγα και προλαμβάνει την είσοδο σε αυτόν τροφής ή υγρών. επιγλωττίτιδα. Σοβαρή και ενίοτε μοιραία φλεγμονή της ε. (του ιστού που κρέμεται στο πίσω μέρος του λαιμού και… … Dictionary of Greek
επιγονατίδα — Οστό που παρεμβάλλεται στον τένοντα κατάφυσης του τετρακέφαλου μυός. Έχει σχήμα τριγώνου με κυρτές πλευρές και η πίσω επιφάνεια γλιστράει πάνω στους κονδύλους του μηριαίου οστού παίρνοντας μέρος στην άρθρωση του γονάτου. Η ε. μπορεί να υποστεί… … Dictionary of Greek
επικράνιος — α, ο (Α ἐπικράνιος, ον) αυτός που βρίσκεται πάνω στο κρανίο νεοελλ. ανατ. φρ. «επικράνιος ἡ μετωποϊνιακός μυς»* ο ενιαίος μυς που καλύπτει όλο τον θόλο τού κρανίου και αποτελείται από δύο μυς, τον μετωπιαίο και τον ινιακό, ενωμένους με σκληρό… … Dictionary of Greek